- εκατοστόλιτρο
- τομονάδα όγκου ή χωρητικότητας ίση προς το εκατοστό τού λίτρου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκατοστόλιτρο — το μονάδα όγκου ή χωρητικότητας ίση με το ένα εκατοστό του λίτρου (σύμβολο cl) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)